Η γενική του πληθυντικού σε άπταιστα Τσιριγώτικα

Το σακούλι του(μ) πιτέρωνε

Τα προικία του(γ) κοπέλωνε

Το φαϊ του(γ) κότωνε

Το γάλα του(μ) προβάτωνε

Τα σεντόνια του(ν) ελιώνε

Τα ρούχα του(μ) παιδιώνε

Το μπαίγνιο του(ν) αντρώνε

Περί γυναικώνε δουλειές

Το πλύσιμο του(μ) πιάτωνε

Οι αυλές του σπιτιώνε

Τα τσόφλια του(ν) αυγώνε

Τα κλαδία του(γ) κατσικιώνε

Το κουτί του(γ) κεριώνε

Οι σιόλες του(μ) παπουτσιώνε

Το κολατσιό του(ν) εργατώνε

Βάλε νερό του(μ) πουλιώνε

Άλλα  του(ν) αλλωνώνε

Τα προικία του νυφάδωνε

Δεν ξέρει να μεράσει δύο γαϊδάρωνε άχερα

Η περιποίηση του γερόντωνε

Πήρε του(ν) ομματιώνε του

Αν άκουγε ο Θεός του(γ) κοράκωνε!

Η πετσέτα του χεριώνε

Τα νύχια του(μ) ποδιώνε

Το κυνήγι του(ν) τριγονιώνε

Το φαϊ του(γ) κατσιώνε

Του(ν) αδερφάδωνέ μου του θηλυκώνε (1695)
Σύμπλια του μπαρμπάδωνέ του
Τα ρεγάλα του φιγιοτζακιώνε του

 

Διαβάστε επίσης...
Αφήστε μια απάντηση