Αλιείς μαργαριταριών

Ο απέραντος και ανεξάντλητος ωκεανός της Ελληνικής γλώσσας είναι σίγουρα ο πλουσιότερος βιότοπος μαργαριταριών. Είναι τέτοιος ο πλούτος και η ποικιλία της γλώσσας μας, που το μεγαλύτερο μέρος της είναι για μας terra incognita και λίγο πολύ όλοι μας έχομε κάνει γλωσσικά ολισθήματα.

Είναι εύκολο η γλώσσα να ξεγλιστρήσει και να πει π.χ. στάθμευση αντί για στάθμη, εξονυχιστικά αντί για εκχιονιστικά, ροπή αντί ριπή. Η προσωπική μου συλλογή έχει αρκετά, που τα μάζεψα από δημοσιογράφους, πολιτικούς και πολιτικάντηδες, τηλεπαρουσιαστές και πανελίστες αλλά και από απλούς χαριτωμένους καθημερινούς ανθρώπους.

Σταχυολογώ μερικά από αυτά και σημειώνω εντός παρενθέσεως τη σωστή διατύπωση:
Αυτά είναι παραμύθια της Χάλιφαξ ( της Χαλιμάς)
Εν ροπή οφθαλμού (εν ριπή)
Έκανα το γλυκό με την ίδια δοσοληψία (ίδια δοσολογία)
Τώρα που έκαναν τα τηλέφωνα ψηφιδωτά (ψηφιακά)
Ανέβηκε η στάθμευση του νερού (η στάθμη)
Υποθάλψανε το έδαφος και βούλιαξε ο δρόμος (υποσκάψανε)
Ο ομιλητής ανέβη στο βάραθρο (βάθρο)
Ο κάδος ερρίφθη (ο κύβος)
Εβραίου φάσματος (ευρέος)
Έπαθε γενική αμνηστία (αμνησία)
Έφαγε ένα Περίανδρο (περίδρομο)
Σήμερα στις επιθεωρήσεις ακούς ένα σωρό βρωμολογίες (βωμολοχίες)
Βάλανε μπρος τα εξονυχιστικά μηχανήματα (εκχιονιστικά)
Αυτή η καταρροή της κοινωνίας (κατάρρευση)
Έχει σκλήρυνση Καζαμπλάνκας (κατά πλάκας)
Χθες το βράδυ οι παλιοί συμμαθητές είχαν συνουσίαση (συνεστίαση)
Κουβάλα βαλίτζες, τι νομίζεις, θα φέρομε κανένα ιχθυοφόρο; (αχθοφόρο)
Αυτή είναι η προσήνεμη πλευρά του σκάφους και η άλλη είναι η επώνυμη (υπήνεμη)
Έκανα παρεκτροπή του τηλεφώνου (εκτροπή)
Ουδέν κακόν αμπιγιέζ καλού (αμιγές)
Οι υπάλληλοι του σταθμού έχουν 3ωρη στήση εργασίας (στάση)
Θα κάνω τα πάνδεινα για το καλό του τόπου (τα πάντα)
Θέλω να φτιάξω το γυναικολογικό μου δέντρο (γενεαλογικό)
Μ’ αυτή την ανέχεια αυτοί αποθρασύνονται (ανοχή)
Οι Αγγλικές δυνάμεις επί το μνήμα σου (Αγγελικαί )
Ο Άγγελος ο Βόας ( εβόα )
Καλώς εχόντων των προβάτων (πραγμάτων)
Της Αγγέλας ο Δήμος (των Αγγέλων )
Ο μπαρμπά Λευτέρης έβλεπε το μέλλον ..ηταν διουρητικός (διορατικός)
Έκανε εγχείρηση καρδιάς και του βάλανε… σηματοδότη! (βηματοδότη).

 

 

Διαβάστε επίσης...
Αφήστε μια απάντηση