Από το Κυθηραϊκό λεξιλόγιο

Εντεσπεράρησα μέ τσι πονενταρίες= απελπίστηκα με τους δυτικούς ανέμους
Στο μομέντο τόνε σπεντίρησα=αμέσως τον έδιωξα
Εστουπίρησα με τσι ματσαράγκες του=εξεπλάγην με τις απάτες του
Ελιμπεράρησε τσι ζούλες τση καί μου κάμανε νοφράγιο τη φιτάντζα=ελευθέρωσε τις κατσίκες και μου καταστρέψανε το φυτώριο.
Άμα εκαβατζάραμε τον κάβο εντεσπεράραμε=όταν προσπερνούσαμε τον Κάβο Μαλιά απελπιστήκαμε.
Βεραμέντε τηνε σκαπουλάραμε=αληθινά τηνε γλιτώσαμε
Άρπαξε μία ρομαντζίνα! =πήρε μια επίπληξη
Τραβαγιάρω γιατί ο τοίχος τράβηξε ούμιντο=ταλαιπωρούμαι γιατί ο τοίχος τράβηξε υγρασία.