Τσιριγώτικη κυνηγετική σάτιρα

Η κυνηγετική περίοδος στα Κύθηρα διαρκεί από τις αρχές Αυγούστου μέχρι τα μέσα του Νοεμβρίου. Άλλοτε λειτουργούσαν καφενεία των κυνηγών, όπου σύχναζαν κυνηγοί μάχιμοι αλλά και παροπλισμένοι που έκαναν ατελείωτες συζητήσεις γύρω από τα κυνηγετικά νέα. Πολλοί Κυθήριοι των Αθηνών συνδύαζαν τις διακοπές τους με το κυνήγι. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αττίκ που ερχόταν στα Κύθηρα με πλήρη και ακριβή κυνηγετική εξάρτυση, χωρίς ποτέ να πάρει κυνηγετικό έπαινο. Στα καφενεία ακούγονταν μετεωρολογικές προβλέψεις, πόσα σκότωσε ο ένας, πόσα σκότωσε ο άλλος, επιτυχίες, αποτυχίες, σαλούδες δηλ. αποτυχημένες τουφεκιές, επεισόδια ευτράπελα και οπωσδήποτε δεν έλειπε και η κυνηγετική τερατολογία.

Με το ξημέρωμα άρχιζαν οι τουφεκιές και οι κυνηγετικοί τρουβάδες γέμιζαν πρωί και απόγευμα. Οι νοικοκυρές δεν προλάβαιναν να μαδούν και τα ορδυκοτρύγονα τα έκαναν κυρίως σούπα, πιλάφι, ή ψητά στα κάρβουνα. Την εποχή που δεν υπήρχαν ψυγεία, τα περίσσια τα έκαναν παστά. Όσα έπιαναν ζωντανά οι κυνηγοί με την απόχη, οι αποχάδες, τα έστελναν μέσα σε μεγάλα κλουβιά στην Τεργέστη με τα Αυστριακά καράβια.

Το 1912 ιδρύθηκε στα Κύθηρα Κυνηγετικός Όμιλος που είχε σκοπό την εκγύμναση στη σκοποβολή. Γενικά το κυνήγι ήταν το αγαπημένο σπορ στα Κύθηρα, αν και για πολλούς άλλοτε ήταν μέσο βιοπορισμού.

Από την κυνηγετική περίοδο δεν έλειπε βέβαια και η κυνηγετική σάτιρα. Οι Κυθήριοι ιαμβογράφοι παραμονεύανε και με τους δηκτικούς στίχους τους μαστιγώνανε τους αρχάριους και αδέξιους κυνηγούς.

Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Ιερώνυμος Στάης

«Και ο Μιμίκος ο τρανός που κάθε του στιβάνα
Μυρίζει σαν βασιλικός και φρέσκα μαντζουράνα
Έχει ένα παλιοντούφεκο απ’ το εικοσιένα
Όλα τα βάζει στον τρουβά και δεν του φεύγει ένα.»

Για άλλο κυνηγό γράφει
«…ανήμερα τση χάρης τση, που ‘χε πολλά ορδύκια
Έπαθες δίχως να το θές δυο τρία ρεζιλίκια.
Εσμπαροκόπησες πολλά, σ’ ακούσανε οι άλλοι
Και ζήλευαν που έπεσες εισε κοπάδι πάλι.
Αλί! Τ’ ομολογείς κι εσύ το λέει κι η παρέα
Δώδεκα σμπάρα χτύπησες, ένα σκότωσες τυφλέα….
Τα χάλια σου θε να τα πω μεγάλων και μικρώνε
Και δε διστάζω να σε πω «μπομπή των κυνηγώνε»

 

Ορδυκόσουπαρίμες