Τα παπούτσια κάποτε

Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια στα Κύθηρα, κάθε χωριό είχε τον τσαγκάρη του. Στα μεγάλα χωριά και 4 και 5. Όταν τα παπούτσια τα έφτιαχναν παραγγελία, οι τσαγκάρηδες αφθονούσαν. Έπαιρναν το χνάρι του ποδιού επάνω σε χαρτόνι με το μολύβι και ετοίμαζαν τα παπούτσια με μαστοριά πάνω στο ανάλογο καλαπόδι. Όταν φθειρόταν το τακούνι, η σόλα, ή η μύτη του παπουτσιού, δεν τα πέταγαν στα σκουπίδια. Ο τσαγκάρης τα επισκεύαζε. Στα ανδρικά παπούτσια κάρφωναν στη μύτη και στο τακούνι πεταλάκια, για να εμποδίζουν τη φθορά. Επίσης στη σόλα κάρφωναν πρόκες και αυτά τα παπούτσια τα λέγαμε προκαδούρα και προκαλούσαν μεγάλο σαματά, ή γλιστρούσαν όταν βάδιζαν σε πλακόστρωτα.

Στους τοίχους του τσαγκαράδικου κρέμονταν τα καλαπόδια και οι τσαγκάρηδες με την ποδιά τους σκυμμένοι πάνω σε ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι γεμάτο εργαλεία (σφυριά, σφυράκια, βελόνες, σουβλιά, λίμες, τανάλιες, φαλτσέτες, κατσαμπρόκους, ξυλόπροκες, σακοράφες κτλ) αγωνίζονταν για το καλύτερο αποτέλεσμα που θα ικανοποιούσε τον πελάτη, έχοντας δίπλα τους και ένα δύο παραγιούς —καλφάδες που βοηθούσαν και μάθαιναν την τέχνη.

Όταν επικράτησε το βιομηχανοποιημένο παπούτσι, ο τσαγκάρης περιορίστηκε μόνο στις επιδιορθώσεις και όταν πια επικράτησε το όργιο της καταναλωτικής κοινωνίας, τα παπούτσια ελαφρώς φορεμένα πετιούνται και το τσαγκαράδικο του χωριού, τόπος συνάντησης και συναναστροφών αποτελεί πλέον μια αξέχαστη ανάμνηση.