Στο δρόμο του ξενιτεμού

Αναμφισβήτητα μια από τις μεγάλες δοκιμασίες που πέρασε το νησί μας ήταν η ξενητειά. Κατά τον 20ό αι. τα μεταναστευτικά κέντρα στο εξωτερικό για εμάς τους Κυθηρίους, μετατοπίστηκαν στην Αμερική και στην Αυστραλία. Κατά τη δεκαετία του ’50 και ’60 εκτός από την εσωτερική μετανάστευση, αιμορράγησε κυριολεκτικά το νησί μας με την αποδημία νέων, ιδιαιτέρως στην Αυστραλία. Νέες κοπέλες και νέοι ταξίδεψαν στο άγνωστο με την εικόνα της Μυρτιδιώτισσας στον κόρφο τους και την ελπίδα σε ένα καλύτερο μέλλον. Έφυγαν με τα υπερωκεάνεια της εποχής με κουραστικά ταξίδια που διαρκούσαν ένα μήνα, με όπλα την εργατικότητα, την τιμιότητα, την υπομονή και την πίστη. Πολλά απ’ αυτά τα ξενιτεμένα παιδιά έγραψαν συγκινητικούς στίχους, όπου αφήνουν να ξεχυθεί όλη η πίκρα και το παράπονο της ξενιτειάς. Ένα τέτοιο κιτρινισμένο χαρτί ηλικίας περίπου 70 ετών, που πετάχτηκε σε κάποια εκκαθάριση οικογενειακών αρχείων, το διέσωσα με απέραντη συγκίνηση και σεβασμό στη μνήμη της άγνωστης Τσιριγώτισσας που το έγραψε σε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Δυστυχώς το ταλαιπωρημένο σημείωμα με τους στίχους δεν σώθηκε ακέραιο. Όμως είναι αρκετό για να εννοήσομε τη δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, στην οποία βρέθηκαν αυτά τα νέα παιδιά που τα στερήθηκε η ιδιαίτερη πατρίδα, που τους οφείλει τόσα πολλά!

Από το άγιο το νησί μας, το σπίτι μου το πατρικό

Έφυγα το πενήντα τρία, αυτό ποτέ δεν το ξεχνώ.

Είκοσι ήταν Δεκεμβρίου, η μέρα αυτή του χωρισμού,

Θα μένει πάντα στην καρδιά μου και στην καρδιά του καθενού.

Μα ελπίζοντας πάντα στο μέλλον, μαζί με άλλες ας θαφτώ,

Έκανα την καρδιά μου πέτρα, χαιρέτησα κάθε γνωστό.

Μα αισθάνθηκα μεγάλο πόνο στο σπίτι μου το πατρικό

Την Παναγιά παρακαλούσα στο «ΕΛΕΝΑ» προτού να μπω,

να με βοηθήσει να γυρίσω όσο μακριά της κι αν βρεθώ.

Μα όσο απομακρυνόμουν απ’ το καλό μας το νησί

Τόσο αισθανόμουνα μια θλίψη μεσ’ στην καρδιά μου δυνατή.

Για το μεγάλο μου ταξίδι έφυγα πλέον τελικά

Στις 6 Ιανουαρίου απ’ το λιμάνι του Πειραιά.

Χαιρέτησα γνωστούς, δικούς μου, με πονεμένη την καρδιά

Και τελευταίο το μπαμπά μου, που μ’ άφησε πληγή βαθιά.

Και ξεκινώντας το καράβι κάθε μου ελπίδα είχε σβυστεί

Τότε κατάλαβα τη νιότη, σε τι φουρτούνες έχει μπεί.

Μα πάντα στο μυαλό μου μένουν και στην καρδιά μου όλ’ αυτά

Πως στέκομαι στο ίδιο μέρος και χαιρετώ τον Πειραιά.

Πολλά μαντίλια σηκωμένα παντού θαρρώ με χαιρετούν

Κι έτσι μονάχη μου δε μένω, παρέα νοιώθω μου κρατούν.

Μακραίνοντας χιλιάδες μίλια, μακριά ΄πο Ελληνικά νερά,

Με το καράβι «Αιολία» μου έσβησε κάθε χαρά.

Στην Αλεξάνδρεια, Πορτ Σάιντ, τι βάσανα είχαμε υποστεί,

Φτάσαμε στις 9 πρώτου, στις 11 φύγαμε από κει.

Φεύγοντας πλέον απ’ το Πόρτο, λυπήθηκα πάρα πολύ,

Γιατί δεν ήταν πια κανένας, καλό ταξίδι να μου πει.

Μέρες επροχωρούσε το καράβι κι όπου κι αν κοίταζα παντού ωκεανός

Αυτό το θέαμα εκρατούσε  μέχρι τις 15 του μηνός.

Παρασκευή ξημέρωσε επιτέλους, που λέγαμε θα πιάσομε στεριά

Κι αλήθεια σαν βασίλεψε ο ήλιος του Άντεν τα φώτα αντικρύσαμε μακριά.

Έτσι κατά τις 11 το βράδυ το πλοίο μας στ’ αλήθεια είχε σταθεί

Μπροστά σ’ ένα πεντάμορφο λιμάνι που δεν το φανταζότανε κανείς.

Σε λίγο μας πλησίασαν βενζίνες κι όσοι θελήσαν βγήκαν στη στεριά,

Πραγματικά είδαμε ωραία μέρη, που θα μας μείνουν μια ανάμνηση παλιά.

Με ένα ταξί γυρίσαμε στην πόλη κι είδαμε πράγματα πολλά,

Σε λίγο πήγαμε όλοι πίσω και εις το πλοίο μπήκαμε ξανά.

Αφήσαμε και κείνο το λιμάνι και πιάσαμε και πάλι ωκεανό

Και δυό νησάκια βρήκαμε μπροστά μας την άλλη μέρα το πουρνό.

Εκεί που προχωρούσαμε ολοένα, στη μέση του Ινδικού ωκεανού

Εσυναντήσαμε το πλοίο «Αυστραλία» σκεφτείτε τη χαρά του καθενού.

Όχι γιατί εσυναντούσαμε καράβι, ούτε γιατί βρισκόταν δίπλα μας ζωή,

Μόνο γιατί ερχόταν στην Ελλάδα, η σκέψη αυτή μας ήταν αρκετή.

Σφυρίξανε μαζί τα δυό καράβια και χαιρετήθηκαν πολύ κοντά,

Έριξε και φωτοβολίδες το δικό μας κι ο κόσμος όλος γέμισε χαρά.

Όλοι μαζί σηκώσαμε μαντίλια, εμείς ‘πο δω κι αυτοί από κει,

Δεν θα σβηστεί ποτέ από το νου μου τη νύχτα η εικόνα αυτή.

Και πάλι συνεχίζει το ταξίδι, πάντα μπροστά ο ωκεανός

Κι έτσι θα συνεχίζομε ακόμα ως τις 21 του μηνός.

Πέμπτη ξημέρωμα επί τέλους που είχαμε απελπιστεί,

Πιάσαμε στο νησί Κολόμπο, κι ήτανε όμορφα πολύ.

Μα ό,τι κι αν βλέπανε τα μάτια, δεν φχαριστιόταν η καρδιά,

Γιατί απ’ τη γλυκιά πατρίδα όλο και φεύγαμε μακριά.

Τέσσερις μέρες προχωρούσε το καράβι να πιάσομε σε άλλο ……

Πραγματικά επιάσαμε Τζακάρτα στις 25 τη Δευτέρα το πρωί.

Εις το καινούριο αυτό λιμάνι δε μ’ άρεσε και τόσο να σας πω

Είχε μια ατμόσφαιρα πολύ σκοτεινιασμένη και κλίμα πολύ ανθυγιεινό.

Αλλά σε κείνο το λιμάνι δεν άφησαν κανένανε να βγεί

Γιατί είχε πολλές αρρώστιες κι ο καπετάνιος είχε φοβηθεί.

Φύγαμε κατά τις 7 το βράδυ αφήνοντας και κείνο το νησί

Μα όλα τα βάσανα μας είχε μαζεμένα η μαύρη μοίρα ………

Ξημέρωσε εκείνη η μαύρη Τρίτη, που μαύρη απ’ όλους έχει ονομαστεί,

Γύρισε μια μεγάλη καταιγίδα και μια φριχτή θαλασσοταραχή.

Δεν εκοιμήθηκε κανείς αυτό το βράδυ, ούτε μεγάλος, ούτε τα παιδιά

Μα φαίνεται η Παναγιά μας ελυπήθη και ρήνεψε τη θάλασσα ξανά.

Πιστεύω πως ποτέ δεν θα ξεχάσω όσος καιρός και να διαβεί

Την Τρίτη 26 του Γενάρη, που ονομάστηκε απ’ όλους θρυλική.

Δεν ήτο μοναχά φουρτούνα και που φυσούσε δυνατά,

Έριχνε και βροχή πλημμύρα με μπουμπουνίσματα πολλά.

…………………………………………………………………………………………..