Από το Κυθηραϊκό λεξιλόγιο

Εντεσπεράρησα μέ τσι πονενταρίες= απελπίστηκα με τους δυτικούς ανέμους

Στο μομέντο τόνε σπεντίρησα=αμέσως τον έδιωξα 

Εστουπίρησα με τσι ματσαράγκες του=εξεπλάγην με τις απάτες του

Ελιμπεράρησε τσι ζούλες τση καί μου κάμανε νοφράγιο τη φιτάντζα=ελευθέρωσε τις κατσίκες και μου καταστρέψανε το φυτώριο.

Άμα εκαβατζάραμε τον κάβο εντεσπεράραμε=όταν προσπερνούσαμε τον Κάβο Μαλιά απελπιστήκαμε.

Βεραμέντε τηνε σκαπουλάραμε=αληθινά τηνε γλιτώσαμε 

Άρπαξε μία ρομαντζίνα! =πήρε μια επίπληξη 

Τραβαγιάρω γιατί ο τοίχος τράβηξε ούμιντο=ταλαιπωρούμαι γιατί ο τοίχος τράβηξε υγρασία.

 

(Υπόψη κ. Διονύση Φλεμοτομου)